-
1 ἐπίκοινος
ἐπίκοιν-ος, ον,A common to many, promiscuous, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶντὴν μεῖξιν ποιεῖσθαι Hdt.4.104
, cf. 172, 180; sharing equally in, (lyr.): c. dat., in common with,ἀρχὴν ἐ. αὐτῷ ἔχειν D.C.42.44
; ἐ. ἀμφοῖν belonging equally, Plu.2.368e, cf. 1018f, BGU 906.21 (i A.D.): neut. pl. Adv., in common, [γυναιξὶν] ἐπίκοινα χρέωνται Hdt.1.216
;χρηστήριον, τὸ ἐ. ἔχρησε ἡ Πυθίη Id.6.77
(but ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. ib.19). Regul. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκοινος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский